- προστιμήματα
- προστῑμήματα , προστίμημαadditional penaltyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαίτιος — ἐπαίτιος, ον (Α) 1. αξιοκατάκριτος, επίμεμπτος 2. κατηγορούμενος για κάτι 3. ύποπτος για κακή πράξη 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπαίτια πρόσθετες ποινές που επιβάλλονται από τον νόμο, πρόσθετα πρόστιμα, προστιμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αίτιος… … Dictionary of Greek